τυλοφάντης

τυλοφάντης
τῠλο-φάντης, ου, , late spelling of τυλ-υφάντης, PKlein.Form. 823.1 (vi/vii A. D.); hence [suff] τῠλο-φαντία, , ib. 2.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • τυλοφάντης — ὁ, Α (μτγν. τ.) βλ. τυλυφάντης …   Dictionary of Greek

  • τυλοφαντία — ἡ, Α [τυλοφάντης] η ύφανση καλυμμάτων μαξιλαριών …   Dictionary of Greek

  • τυλυφάντης — και τυλοφάντης, ου, ὁ, Α υφαντής καλυμμάτων για προσκέφαλα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”